λουστράρισμα

λουστράρισμα
το натирание до блеска, лощение; полировка;

λουστράρισμα των επίπλων — полировка мебели;

λουστράρισμα των παπουτσιών — чистка обуви


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λουστράρισμα" в других словарях:

  • λουστράρισμα — το, ατος το γυάλισμα, το βερνίκωμα: Έδωσα τα παπούτσια για λουστράρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λουστράρισμα — το [λουστραρίζω] επάλειψη με λούστρο, στίλβωμα, γυάλισμα …   Dictionary of Greek

  • αλοιμός — ἀλοιμός, ο (Α) (για διακόσμηση τοίχου) γυαλάδα, λουστράρισμα ή σοβάτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἀλοιμὸς αντί *ἀλοιμμὸς < *ἀλοιφμὸς < ρ. ἀλείφω] …   Dictionary of Greek

  • γυάλισμα — το [γυαλίζω] 1. στίλβωση, λουστράρισμα 2. στιλπνότητα …   Dictionary of Greek

  • λούστρο — το 1. στιλπνό επίχρισμα επιφάνειας, βερνίκι 2. στιλπνότητα, γυαλάδα 3. λουστράρισμα, στίλβωση 4. επιφανειακή πνευματική ή κοινωνική κατάρτιση ατόμου χωρίς βαθιά καλλιέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustro «στιλπνότητα, λάμψη»] …   Dictionary of Greek

  • στίλβωμα — το, ΝΜΑ [στιλβῶ, ώνω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στιλβώνω, γυάλισμα, λουστράρισμα μσν. 1. κόσμημα που αστράφτει και λάμπει 2. στον πληθ. τὰ στιλβώματα καλλωπισμοί, λούσα («ἐξάφες τά στιλβώματα καὶ τὰς ἁδρολαλίας», Πρόδρ.) αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • στίλβωση — Επεξεργασία της επιφάνειας μερικών μετάλλων για την προστασία τους από τη διαβρωτική ενέργεια της ατμόσφαιρας. Σχηματίζεται έτσι ένα λεπτό στρώμα επιφανειακού οξειδίου ή θειούχου μεταλλικού χρώματος γενικά σκούρου. Στιλβώνονται αίφνης τα… …   Dictionary of Greek

  • βερνίκωμα — το η κάλυψη μιας επιφάνειας με βερνίκι, το στίλβωμα, το λουστράρισμα: Το ξύλινο πάτωμα αστράφτει ύστερα από το βερνίκωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυάλισμα — το το βερνίκωμα, το λουστράρισμα: Το τραπέζι θέλει γυάλισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στίλβωμα — το γυάλισμα, λουστράρισμα: Έχει ειδική βούρτσα για το στίλβωμα των υποδημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»